Friday, April 06, 2007

Καφενειον το Γλυκο Ονειρον

'' Τι έχει μέσα η θάλασσα ; '' ρωτάω των ματιών μου....

''Ψάρια '' μου απαντώ ..
μα πριν προλάβω να σταθώ , να το γελάσω
το σύμβολον της θήλεως προτάσσω
'' και τη Γοργόνα..!! ''

Αυτό δεν είναι μυστικό . Σαν είχα πρωτοπάει , άγουρος ,στο παραδείσιο περιβόλι και στοχαζόμουνα μεσήλιαγο τα αγρίμια των ανθρώπινων ματιών μια χείρα αντρεία βρήκε τα μεριά μου σαν από λάθος , είπε, κι ήταν ένας ναυτικός.Ο Νυξ , όνομα κάμα στα τραγουδιστά αυτιά μου,ημίαιμος λοστρόμος σε επιβατηγό της διασποράς ,ταγμένος απ' τη μάνα του , μια στείρα μπαλσαμωμένη διαλαλήτρα ασκημιάς να αμαρτάνει με το χέρι και να αγιάζει με το νου που 'χε μέγα καημό τον Μάρκο Βαμβακάρη και εκλησσιαζόντανε αμποτες στο ναό του Ασώματου Αγγέλου-έδωκα στίγμα-ο Νυξ λοιπόν, έψαχνε φωτιά, άναμα μου το πε κλειόντας το μάτι το ραγισμένο από τα αλάτια .Να σας προφτάσω, μπορεί να ήμουν τότες φτερό στην κίνηση , όμως είχα τελέψει με το μονόχορδο βρόχινο βιολί κι είχα αρχίσει κανα δυο χρόνια να σπέρνω χωράφια, να τρυγάω καρπούς , να δένω κόμπους στο ασελγές κομπολόι μου.Τα χέρια μου έφερα στη μεσολαβή, τίναξα τις τσέπες μα μήτε καύτρα , μήτε χαρμάνι βρήκα να του δώσω . Εμπηξε βήχα τραχύ , σήκωσε τους ωμους ψηλά και με διαολόστειλε μ'ένα '''αμε στη μάνα σου να σε ταίσει'' .Δεν το κρύβω , κοκίνησσα ,αλλά συνεφέροντας το υπέροχο χαμόγελο του χορτάτου ανθρώπου αντιπαρήλθα με φλασκίον εξ αριστερών των μηρών μου, νάμα ιρλανδέζικο που πετσόκοβε τη γλώσσα.''Θε να μοσκοβολάν τα σωρουχα σου γιαβράκι μου '' είπε κι έσκυψε χιαστί πάνω μου σαν αδερφός χαμένος . Τον πήρα παράμερα σαν είδα να κοπανάει τη δευτερη γουλιά δίχως ανάσα και στη στροφή του πετρόχτιστου αιωνόβιου τοίχου οξυγόνο ανάμεικτο με ιώδιο έκαμψε την τραχεία μου στο ατέλευτο χάζι των ματιών μας...Αιγαίο....πότε απ' το Σούνιον ,αλλοτες απ' τα πευκάκια του Πηλίου , ζώσα ψυχή χούφτιαζε τον κορμό μου και με ταρακούναε καθώς αγαλλόμουν ανήμπορος το θεοτικό γαλάζιο. ''Πωλήσατε τα υπάρχοντα υμών και δότε ελεημοσύνην και ιδού πάντα υμίν καθαρά έσται'' στοχάστηκε ο βλάσφημος ενώπιον της προγλωσσικής εικόνος. Κι όμως , αυτός ,ο κατάλληλος τρελλός ,μου 'χε μόλις χαρίσει το μεράκι του ,το βιος του κομμένο και ραμμένο στα δικά μου μέτρα.
Θα αναρρωτιέστε τώρα πως έγινα ξάφνου εγώ οικονόμος μέσα στην περισσή απλοχεριά μιας ματιάς, από το άρμπουρο του Αθω ίσαμε εκεί που κάλπαζε το αφρόκυμα στη φουσκωμένη ορμή του. Δα όμως άλλη χρεία δεν είχα εξόν το κρύο φύσημα που απόδιωχνε τις φασαριόζες μύγες .Ο Νυξ τρέκλισε , κι η συστολή του , καθώς το αλφάκι, από τη σμιχτή λαιμοκοψιά του ζακέτου του μέχρι τα τριμμένα στο γόνυ παντελόνια του σκόρπισαν χάμου τα μάγια .Με μια κίνηση χυμώθηκε ευθύς ,διχως αμφιταλαντεύσεις , κι όλόστομες , καθάριες , καμινευτές γράψαν οι λέξεις του σαν προανάκρουσμα χρησμού. ''Μείνε και θα σου πώ άγγελε σερνικέ ,ιστορία γλυκιά...και που ξέρεις..μπορεί να ριχτείς κι εσύ στο κατόπι της..''Τα μάτια μου δρασκέλισαν το λιθοπέτι ολόγυρα,στο φόβο των αγίων πατέρων που όσμίζονται τον ξεσκολισμένο διάολο από την πόρωση των ωδικών πτηνών . Ομως σιωπή στοχάζουσα κυριαρχούσε στις πέτρες κι από τα σφαλιστά κελλιά μήτε ανασεμιά , μήτε κοσμικές λαλιές να χωρατεύουν. Μόνον ο βόγγος της θάλασσας κυμάτισε ευκτικά και στον αχό αισθάνθηκα ένα κρυφό μύθο , θηλυκό , να ζεύει τα κύματα . Αποτραβηχτήκαμε στη μοσχοβολιά των λιόδεντρων κι αφήκαμε το αίμα να χυμώσει στανικά την καρδιά . ’’Ακουσε αγγελε μου ,η ζωή μας όλη τρίβεται στου φουστανιού τη φόδρα .Οπου κι αν σε βρει το πρώτο φώς, εσύ της μάνας για της κόρης το γλυκό βυζί θα χιμάς για να μολέψεις .Κάθε χορτάρι ,κάθε πέτρα ,κάθε δροσιά που σου θεριεύει το καντήλι έχει το ίσο της στον ίσκιο που το φεγγάρι της ορίζει σαν πλαγιάσει πλάι σου.Κι η μοναξιά , αχ , βαθύ μυστήριο , βουβή και παγωμένη .Ολη μου τη ζωή , από γύφτικο μειράκιον ίσαμε την κούφια τούτη ώρα που ξεκουράζω την βρυσούλα μου ,την ψυχή μου , στη δίψα των αυτιών σου στροβιλιζόμουν σαν πελαγίσιο μελτέμι απ’ τη βουκέντρα της εμορφιάς των . Μα σαν τις ξεγύμνωνα και καταγινόμουνα ατέλειωτα στα τιποτένια, μέχρι να τις αφήσω μπρούμυτα θαλασσοφαγωμένες παληόβαρκες ,μπαταρισμένες , την πορσελάνη τους τσιμπλιασμένη απ’ τα γένια μου και το χάλκωμα του κόρφου τους μελανό απ’ τη ρακί που ‘ψηνε το ζαγάρι μέσα μου , το παραμέσα , το μυστήριον ,το υφάδι του εξαγνισμού των ,αυτό που βαστά το μάνταλο του παραδείσου και μυρώνει το σκοτεινό τους γαλάζιο άπειρο δεν το χαιρόμουν ‘’. Τον μέτρησα με το βλέμμα μου , ξόανο αλλαλάζον που σκιρτούσε στις θύμησες . Για λίγο σταθήκαμε αντίκρυ ,ένα σύννεφο πλάγιασε και στο ξαφνικό φως που τον άλωσε αχόρταγα ο Νυξ βούηξε σαν καπνός που σαστίζει στη ράχη του κανονιού .Με μια κίνηση ,κυκλωτική , χάιδεψε στο κενό τους ώμους , τις πλάτες ,τους τρυφερούς γλουτούς μιας ακέφαλης Σαλώμης .